Loading
Με στόχο να διευκολύνει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που θέλουν να δανειοδοτηθούν μέσα από τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) η διοίκησή της προχωρά στην δημιουργία μια ηλεκτρονικής πλατφόρμας μέσα από την οποία οι εταιρείες θα δηλώνουν την επιδίωξή τους να χρηματοδοτηθούν.
Με τον τρόπο αυτό η ΕΑΤ θα σαρώνει τις οφειλές των επιχειρήσεων, δεν θα αξιολογεί την πιστοληπτική τους ικανότητα ή τον πιστωτικό τους κίνδυνο, και σε συνεργασία με τις τράπεζες οι υποθέσεις και τα αιτήματα θα διεκπεραιώνονται με ταχύτερες διαδικασίες. Η πιλοτική εφαρμογή της ηλεκτρονικής πλατφόρμας θα ξεκινήσει το φθινόπωρο με στόχο την πλήρη λειτουργία της στις αρχές του 2023.
Σημειώνεται ότι έως τώρα οι εταιρείες που θέλουν να χρηματοδοτηθούν μέσω ΕΣΠΑ κλπ καταθέτουν τις αιτήσεις τους στις τράπεζες. «Δυνητικά, μέσω της μόχλευσης δανείων, μπορεί η χρηματοδότηση μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας να φθάσει στην αγορά ακόμη και τα 11,1 δις ευρώ. Οι εισροές, συνολικού ύψους 3,6 δις ευρώ αφορούν κατά πλειοψηφία ευρωπαϊκά χρήματα, τα οποία στη συνέχεια μοχλεύονται με συντελεστή άνω του 3 και έτσι μπορεί να δώσουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα των 11 δις ευρώ», δήλωσε η κα Χατζηπέτρου.
Γ. Τσακίρης: θέλουμε τις 40.000 επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται να τις κάνουμε 100.000
Σύμφωνα με τη διοίκηση της ΕΑΤ πολύ σύντομα θα δοθεί η δυνατότητα χρηματοδότησης επιπλέον 2 δισ. ευρώ μέσα από νέα προγράμματα που θα ανακοινωθούν σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB), κυρίως προς την κατεύθυνση της καινοτομίας, ενώ, άλλο 1 δισ. ευρώ προγραμματίζεται για πράσινη και βιώσιμη ανάπτυξη την 3ετία. Στην παρουσίαση του έργου της ΕΑΤ παραβρέθηκε και ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Γιάννης Τσακίρης, ο οποίος τόνισε ότι «δυστυχώς οι τράπεζες είναι το μόνο κανάλι διανομής τραπεζικών προϊόντων στην Ελλάδα» και πρόσθεσε:
«θέλουμε τις 40.000 επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται να τις κάνουμε 100.000, αλλά αυτό είναι ένα τεράστιο βήμα καθώς 800.000 επιχειρήσεις απασχολούν έως 10 άτομα και 150.000 από αυτές, είναι ανενεργές, με μέσο όρο 1,7 εργαζομένους».