Loading
O πληθωρισμός και η μείωση των προσφορών ωθεί τους καταναλωτές να σκεφτούν δύο φορές πριν κάνουν τα ψώνια τους. Κάτι που συνεπάγεται στροφή σε φθηνότερες λύσεις, όπως είναι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και τα χύμα ταυτόχρονα με τον περιορισμό του όγκου των αγορών. Κι όμως ακόμη και με αυτές τις πυροσβεστικές λύσεις ο λογαριασμός είναι υψηλότερος σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Το κόστος του “καλαθιού” έχει αυξηθεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε προ ημερών η IRI οι τιμές στα σούπερ μάρκετ έχουν αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 4% στο επτάμηνο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, ωστόσο το μικρό ποσοστό αποδίδεται στην αλλαγή του καλαθιού αγορών. Οι ανατιμήσεις είναι υψηλότερες σε βασικές υποκατηγορίες προϊόντων όπως είναι τα γαλακτοκομικά (7%), τα κατεψυγμένα (5,8%), τα συστατικά και υλικά μαγειρικής (9,5%), τα προϊόντα προσωπικής υγιεινής (9,5%), κ.ά.
Όμως υπάρχουν δύο κατηγορίες, -σε αρκετά προϊόντα αλληλοκαλύπτονται-, που εμφανίζουν σημαντική ανάπτυξη.
Τη μεγαλύτερη αύξηση κατέγραψαν οι πωλήσεις χύμα πουλερικών (+14,2%), κρέατος (+8,4%), γαλακτοκομικών (+6,9%) και οπωρολαχανικών (+2,3%). Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι πωλήσεις ιχθυρών που υποχώρησαν κατά 9,9% και αλλαντικών κατά 7,6%.
Η στροφή αυτή των καταναλωτών προς τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και στα επί ζυγίω πριμοδοτεί και θα πριμοδοτήσει, όπως εκτιμούν στελέχη της αγοράς, όσες αλυσίδες διαθέτουν μεγάλη γκάμα σε αυτές τις κατηγορίες, μεγάλες σάλες που μπορούν να υποστηρίξουν, λόγω επιφάνειας, τέτοιες κατηγορίες (η περίπτωση αυτή αφορά κυρίως τα χύμα προϊόντα), αλλά και τα “μπακάλικα” και τις λαϊκές αγορές.
Τη στιγμή μάλιστα που το πληθωριστικό κύμα δεν φαίνεται να κοπάζει και ο προϋπολογισμός των νοικοκυριών, που έχουν να αντιμετωπίσουν και τους αυξανόμενους λογαριασμούς ενέργειας, έχει εκτροχιαστεί, η τάση αυτή θα διατηρηθεί και το επόμενο διάστημα, εκτιμούν οι ίδιες πηγές.
Σήμερα 7 στους 10 εργαζόμενους δηλώνει σε έρευνα της ΓΣΕΕ ότι η άνοδος των τιμών τους έχει οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής (πολύ και αρκετά). Με το 20% των εργαζομένων να δηλώνει ότι η οικονομική του κατάσταση δεν του επιτρέπει να ανταπεξέλθει καθόλου στις συνθήκες ακρίβειας και ενεργειακής κρίσης του χειμώνα.