Τράπεζες

Ασκηση διαφάνειας από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών: Τι δείχνει για τις 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες

Θετικά σχόλια για τις τράπεζες και κυρίως για την Εθνική Τράπεζα από την European Banking Authority

Η ετήσια άσκηση διαφάνειας της European Banking Authority (EBA) – ή Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) – για το 2025 προσφέρει μια συγκρίσιμη εικόνα για τη θέση των μεγάλων τραπεζών της ΕΕ, πάνω από και πέρα από τις κλασικές δημοσιεύσεις Πυλώνα 3. Πρόκειται ουσιαστικά για μια «φωτογραφία» σε επίπεδο ΕΕ, βασισμένη σε τυποποιημένα εποπτικά δεδομένα (COREP/FINREP), με αναλυτικά templates ανά τράπεζα και ένα πλούσιο σύνολο διαδραστικών εργαλείων που επιτρέπει σε επενδυτές, αναλυτές και εποπτικές αρχές να συγκρίνουν στοιχεία στον χρόνο, ανά χώρα και ανά ίδρυμα.
Στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, στο δείγμα της ΕΑΤ περιλαμβάνονται οι τέσσερις συστημικές τράπεζες: Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Piraeus Financial Holdings. Με βάση τα στοιχεία που δημοσιεύονται για τις 30/6/2025 (με ενδιάμεσες αναφορές 30/9/2024, 31/12/2024 και 31/3/2025), προκύπτει μια εικόνα υψηλής κεφαλαιακής επάρκειας, βελτιωμένης ποιότητας ενεργητικού και ισχυρής κερδοφορίας και για τις τέσσερις.

Η άσκηση διαφάνειας της ΕΑΤ συμπληρώνει τις γνωστοποιήσεις Πυλώνα 3 που επιβάλλει η Οδηγία για τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις (CRD), προσφέροντας ένα κοινό, συγκρίσιμο πλαίσιο παρουσίασης για όλες τις μεγάλες τράπεζες της ΕΕ. Χρησιμοποιεί κοινά templates (ίδια δομή για όλες τις τράπεζες) και δεδομένα εποπτικής αναφοράς, άρα μειώνει τις διαφορές παρουσίασης που συχνά υπάρχουν στις ατομικές δημοσιεύσεις Πυλώνα 3.
Συνοδεύεται από διαδραστικά εργαλεία της ΕΑΤ (dashboards), όπου ο χρήστης μπορεί να φιλτράρει ανά χώρα, ανά τράπεζα, να συγκρίνει δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, μόχλευσης, ποιότητας ενεργητικού, κερδοφορίας κ.λπ. στον χρόνο.

Σημαντικό στοιχείο της φετινής άσκησης είναι ότι, όπως υπενθυμίζεται στα συνοδευτικά κείμενα των templates, από 1.1.2025 ισχύει το CRR3 (Regulation (EU) 2024/1623), το οποίο αλλάζει τον τρόπο υπολογισμού των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού (RWA) για τον πιστωτικό και τον λειτουργικό κίνδυνο και εισάγει το λεγόμενο output floor. Αυτό σημαίνει ότι οι διαφορές στις RWA μεταξύ 31.12.2024 και 31.3.2025 δεν αντανακλούν μόνο τη μεταβολή του χαρτοφυλακίου, αλλά και το νέο κανονιστικό πλαίσιο.

Κεφαλαιακή επάρκεια: και οι τέσσερις τράπεζες σε ισχυρή θέση

Alpha Bank
Στις 30/6/2025, η Alpha Bank εμφανίζει:
Ίδια κεφάλαια (Own Funds): περίπου 6,64 δισ. ευρώ.
Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών (CET1): ~4,92 δισ. ευρώ.
Σύνολο σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού (RWA): 30,6 δισ. ευρώ.
Δείκτης CET1 (μεταβατικός): 16,08%.
Συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας: 21,69%.

Ο συνδυασμός υψηλού συνολικού δείκτη και ικανοποιητικού CET1 αντανακλά την ύπαρξη ουσιαστικού «μαξιλαριού» Tier 2 κεφαλαίου και άνεσης σε σχέση με τα κανονιστικά όρια.

Eurobank
Για τη Eurobank, τα στοιχεία της άσκησης στις 30/6/2025 δείχνουν:
Ίδια κεφάλαια: 10,13 δισ. ευρώ.
CET1: 7,93 δισ. ευρώ.
RWA: 51,72 δισ. ευρώ.
Δείκτης CET1 (μεταβατικός): 15,34%.
Συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας: 19,59%.

Η Eurobank έχει το μεγαλύτερο σε μέγεθος ισολογισμό και RWA μεταξύ των τεσσάρων, αλλά διατηρεί κεφαλαιακούς δείκτες σε άνετα επίπεδα, με σημαντικό απόθεμα Tier 2 κεφαλαίου.

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ)
Για την Εθνική, η άσκηση διαφάνειας καταγράφει στις 30/6/2025:
Ίδια κεφάλαια: 8,25 δισ. ευρώ.
CET1: 7,21 δισ. ευρώ.
RWA (σύνολο σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού): 38,07 δισ. ευρώ.
Δείκτης CET1 (μεταβατικός): 18,93%.
Συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας: 21,67%.
Η ΕΤΕ εμφανίζει τον υψηλότερο δείκτη CET1 μεταξύ των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών, με σαφή ανοδική πορεία από 18,20% (30/9/2024) σε 18,93% (30/6/2025), κυρίως μέσω της ενίσχυσης των διακρατούμενων κερδών (retained earnings).

Piraeus Financial Holdings
Η Piraeus, τέλος, στις 30/6/2025 παρουσιάζει:
Ίδια κεφάλαια: 7,30 δισ. ευρώ.
CET1: 5,13 δισ. ευρώ.
RWA: 36,12 δισ. ευρώ.
Δείκτης CET1 (μεταβατικός): 14,19%.
Συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας: 20,21%.

Παρότι η Piraeus έχει τον χαμηλότερο CET1 μεταξύ των τεσσάρων, εξακολουθεί να βρίσκεται σε διψήφια επίπεδα, με σημαντικό «πάχος» συνολικού κεφαλαίου (άνω του 20%), εν μέρει λόγω Tier 2 εκδόσεων.

Και οι τέσσερις τράπεζες βρίσκονται πολύ πάνω από τα κατώτατα εποπτικά όρια του Κανονισμού (CRR) για τον CET1. Διαθέτουν σημαντικό περιθώριο μεταξύ των υφιστάμενων δεικτών και των ελάχιστων απαιτήσεων, κάτι που λειτουργεί ως «ασπίδα» έναντι μελλοντικών μακροοικονομικών κραδασμών. Ωφελούνται από ισχυρή κερδοφορία, η οποία τροφοδοτεί περαιτέρω τα ίδια κεφάλαια μέσω διακράτησης κερδών, όπως φαίνεται ιδιαίτερα στην περίπτωση της Εθνικής και της Eurobank.

Δείκτης μόχλευσης: άνετη απόσταση από το κατώφλι
Ο δείκτης μόχλευσης (Leverage Ratio) είναι ένα πιο «ωμό» μέτρο φερεγγυότητας, καθώς συγκρίνει τα κεφάλαια Tier 1 με το σύνολο των εκθέσεων (on και off balance sheet), χωρίς σταθμίσεις κινδύνου.
Στις 30/6/2025:
Alpha Bank: συνολικές εκθέσεις μόχλευσης ~74,6 δισ. ευρώ και δείκτη μόχλευσης 7,54%.
Eurobank: εκθέσεις 107,1 δισ. ευρώ και δείκτη μόχλευσης 7,87%.
Εθνική: εκθέσεις 80,14 δισ. ευρώ και δείκτη μόχλευσης 8,99% (ο υψηλότερος μεταξύ των τεσσάρων).
Piraeus: εκθέσεις 83,91 δισ. ευρώ και δείκτη μόχλευσης 7,30%.

Όλες οι τράπεζες βρίσκονται πολύ πάνω από το ελάχιστο εποπτικό όριο του 3%, με την Εθνική να ξεχωρίζει για την ιδιαίτερα άνετη θέση της. Αυτό υποδηλώνει ότι η κεφαλαιακή τους βάση παραμένει ισχυρή ακόμη και σε ένα «μη σταθμισμένο» σενάριο, όπου όλες οι εκθέσεις θεωρούνται ίδιας βαρύτητας.

Ποιότητα ενεργητικού και μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα
Τα στοιχεία της ΕΑΤ επιβεβαιώνουν ότι ο λόγος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) έχει πλέον αποκλιμακωθεί σε μονοψήφια ποσοστά για όλες τις ελληνικές συστημικές τράπεζες, μετά από μια πολυετή διαδικασία εξυγίανσης μέσω τιτλοποιήσεων, πωλήσεων χαρτοφυλακίων και ενεργού διαχείρισης. Η πτώση των NPEs μειώνει τα απαιτούμενα προβλέψεων, βελτιώνει την ποιότητα των εσόδων από τόκους, ίδνει μεγαλύτερο χώρο στις τράπεζες να στραφούν σε νέα παραγωγή δανείων αντί για διαχείριση «κόκκινων» χαρτοφυλακίων.

Εστίαση στην Εθνική Τράπεζα
Στην περίπτωση της Εθνικής, η βελτίωση είναι ιδιαίτερα εμφανής: Στο υπόδειγμα «Collateral valuation – loans and advances», η ίδια η ΕΑΤ σημειώνει ότι η ΕΤΕ δεν υποχρεούται πλέον να υποβάλει το συγκεκριμένο template, καθώς ο λόγος μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων βρίσκεται κάτω από το κατώφλι του 5%. Η τράπεζα παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να υποβάλλει τα στοιχεία σε εθελοντική βάση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το χαρτοφυλάκιο δανείων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι καλά εξασφαλισμένο, με:
Μεγάλη αξία εξασφαλίσεων σε ακίνητα, που ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ σε επίπεδο χαρτοφυλακίου, με σημαντικό μέρος να αφορά εξασφαλίσεις που υπερβαίνουν την αξία της έκθεσης (value above the cap).
Υψηλό επίπεδο απομειώσεων (accumulated impairment) στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Στους πίνακες για τις εκθέσεις προς νοικοκυριά και μη χρηματοδοτικές επιχειρήσεις, το σύνολο των δανείων ανά κατηγορία ανέρχεται σε περί τα 10 δισ. ευρώ περίπου, με το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να έχει περιοριστεί σε ένα κλάσμα του συνολικού χαρτοφυλακίου.
Η ουσία είναι ότι η Εθνική έχει πλέον περάσει από την «εποχή της εξυγίανσης» στην «εποχή της ανάπτυξης», με τα NPEs σε επίπεδα που προσομοιάζουν περισσότερο τις ευρωπαϊκές τράπεζες γενικά.

Δομή χαρτοφυλακίου και γεωγραφική κατανομή εκθέσεων
Η άσκηση διαφάνειας παρέχει αναλυτική εικόνα της κατανομής των πιστωτικών εκθέσεων ανά χαρτοφυλάκιο (κεντρικές κυβερνήσεις & κεντρικές τράπεζες, ιδρύματα, επιχειρήσεις, λιανική κ.λπ.) και ανά χώρα αντισυμβαλλόμενου.

Εθνική Τράπεζα
Στο υπόδειγμα πιστωτικού κινδύνου (Standardised Approach), η ΕΤΕ παρουσιάζει:
Σημαντικές εκθέσεις σε κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες, με την Ελλάδα να κυριαρχεί στο χαρτοφυλάκιο γενικής κυβέρνησης.
Περιορισμένες αλλά διαφοροποιημένες θέσεις σε άλλες χώρες της ΕΕ (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία κ.ά.) στις εκθέσεις προς γενικές κυβερνήσεις, οι οποίες ωστόσο παραμένουν μικρές σε σχέση με την εγχώρια έκθεση.

Για τις εκθέσεις γενικής κυβέρνησης ειδικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι:
Η κύρια συγκέντρωση βρίσκεται στα ελληνικά κρατικά χρεόγραφα, με μικρότερες τοποθετήσεις σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Ο βαθμός στάθμισης κινδύνου για τις εκθέσεις σε χώρες με υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση είναι χαμηλός, κάτι που συμβάλλει θετικά στο προφίλ RWA της τράπεζας.

Οι άλλες τρεις τράπεζες
Αντίστοιχη εικόνα καταγράφεται και για Alpha, Eurobank και Piraeus:
Υψηλή συγκέντρωση σε ελληνικό Δημόσιο (κυρίως ομόλογα και έντοκα),
Σημαντικά χαρτοφυλάκια εταιρικών δανείων και λιανικής στην Ελλάδα,
Περιορισμένη αλλά υπαρκτή γεωγραφική διαφοροποίηση σε άλλες αγορές (ιδίως για τη Eurobank, λόγω δραστηριοτήτων σε χώρες Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης).

Η δομή αυτή σημαίνει ότι το country risk παραμένει σε μεγάλο βαθμό «συνεδεμένο» με την ελληνική οικονομία, αλλά με σαφή βελτίωση σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο (περισσότερα κεφάλαια, λιγότερα NPEs, καλύτερη διασπορά κινδύνου).

Κερδοφορία και ισολογισμός: το παράδειγμα της Εθνικής
Τα templates της ΕΑΤ περιλαμβάνουν και συνοπτική κατάσταση αποτελεσμάτων και ισολογισμού. Για την Εθνική, αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν την ισχυρή κερδοφορία των τελευταίων ετών:
Καθαρά έσοδα από τόκους:
2024: Interest income 3,02 δισ. ευρώ, interest expenses 0,70 δισ. ευρώ – καθαρά έσοδα περίπου 2,3 δισ.
Α’ εξάμηνο 2025: interest income 1,33 δισ., interest expenses 0,26 δισ. – άρα καθαρά έσοδα περίπου 1,07 δισ. ευρώ.
Καθαρά έσοδα από προμήθειες: 427 εκατ. ευρώ το 2024 και 221 εκατ. στο πρώτο εξάμηνο 2025.
Κέρδη προ φόρων από συνεχιζόμενες δραστηριότητες: 1,62 δισ. ευρώ το 2024 και 905 εκατ. στο α’ εξάμηνο 2025.

Κέρδη μετά φόρων:
2023: 894 εκατ. ευρώ.
2024: περίπου 1,21 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένων διακοπεισών δραστηριοτήτων).
Α’ εξάμηνο 2025: 612 εκατ. ευρώ.

Η ισχυρή αυτή κερδοφορία εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την αύξηση των διακρατούμενων κερδών (retained earnings) στα ίδια κεφάλαια, τη σταθερή άνοδο του CET1 της ΕΤΕ, την ικανότητα της τράπεζας να στηρίζει τη χρηματοδότηση της οικονομίας και ταυτόχρονα να διατηρεί υψηλές κεφαλαιακές «ασφάλειες».

Αντίστοιχα, τα δεδομένα της άσκησης δείχνουν ισχυρή κερδοφορία και για τις άλλες τρεις ελληνικές τράπεζες, με σημαντική συμβολή των καθαρών εσόδων από τόκους (λόγω των υψηλότερων επιτοκίων) και σταδιακή ομαλοποίηση του κόστους πιστωτικού κινδύνου, καθώς οι προβλέψεις για NPEs υποχωρούν.

Τι μας λέει συνολικά η άσκηση διαφάνειας για τις ελληνικές τράπεζες
Αν συνθέσουμε την εικόνα από τα templates της ΕΑΤ και τα διαδραστικά εργαλεία της, για τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες προκύπτουν μερικά σαφή συμπεράσματα:

Υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια
CET1 από ~14% (Piraeus) έως σχεδόν 19% (Εθνική) και συνολικοί δείκτες κοντά ή πάνω από 20% για όλες τις τράπεζες.
Ισχυροί δείκτες μόχλευσης
Leverage ratios μεταξύ 7–9%, με την Εθνική σχεδόν στο 9%, πολύ πάνω από το ελάχιστο 3%.
Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα σε μονοψήφια επίπεδα
Ιδίως η Εθνική, με λόγο NPLs κάτω από 5%, δεν υποχρεούται πλέον καν από την ΕΑΤ να συμπληρώνει το λεπτομερές υπόδειγμα αποτίμησης εξασφαλίσεων – το κάνει εθελοντικά.

Υγιής κερδοφορία
Υψηλά καθαρά έσοδα από τόκους, αυξημένες προμήθειες και περιορισμένο κόστος πιστωτικού κινδύνου στηρίζουν υψηλά επίπεδα κερδών και διακράτηση κεφαλαίων, όπως φαίνεται καθαρά στην περίπτωση της ΕΤΕ αλλά και των υπόλοιπων τραπεζών.

Ισολογισμοί λιγότερο «τοξικοί» και πιο ανθεκτικοί
Η μείωση των NPEs, η ύπαρξη σημαντικών εξασφαλίσεων και η ενίσχυση των κεφαλαίων καθιστούν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα πολύ πιο ανθεκτικό σε μελλοντικά σοκ σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu