Σταθερές οι προοπτικές της οικονομίας - Μείωση κινδύνων στον τραπεζικό τομέα και δημοσιονομική υπεραπόδοση - Οι προβλέψεις για ανάπτυξη και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι - Χατζηδάκης: Ψήφος εμπιστοσύνης
Ένα σκαλοπάτι υψηλότερα στην επενδυτική βαθμίδα ανεβάζει την Ελλάδα η DBRS. Ο οίκος αναβάθμισε την αξιολόγηση της χώρας στο BBB, θέτοντας σταθερό outlook δηλαδή με τις προοπτικές της οικονομίας “σταθερές”. Επισημαίνεται ότι ήταν από τους πρώτους που έδωσε στη χώρα το investment grade.
Έτσι, ο καναδικός οίκος άνοιξε με τον πλέον θετικό τρόπο τον «χορό» των αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας για το 2025.
Υπενθυμίζεται ότι ο μόνος μεγάλος οίκος που διατηρεί τη χώρα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα είναι η Moody’s η οποία βάσει του προγραμματισμού θα δημοσιοποιήσει την έκθεσή της για την ελληνική οικονομία την επόμενη Παρασκευή.
Η αξιολόγηση
Η αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης αντανακλά την άποψη του οίκου ότι τα ρίσκα που έχει κληρονομήσει η κρίση χρέους στις τράπεζες έχουν υποχωρήσει, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα συνεχίζει να υπεραποδίδει στους δημοσιονομικούς της στόχους.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη τους, είναι πιο ανθεκτικές και σε καλή θέση για να παράσχουν χρηματοδότηση στην οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό αντανακλά τη μείωση των κινδύνων για τις τράπεζες, με σημαντική υποχώρηση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, που πλησιάζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι τα στοιχεία αναβαλλόμενου φόρου στους ισολογισμούς τους θα μειωθούν ταχύτερα των αρχικών εκτιμήσεων.
Επιπλέον, με την υποστήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και του ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος, το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μείωσε τα μερίδιά του στις συστημικές τράπεζες χαλαρώνοντας τη σχέση μεταξύ κράτους και τραπεζικού τομέα.
Η DBRS σημειώνει επίσης ότι ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ πρέπει να έχει μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023 σε περίπου 154% το 2024.
Τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπεραποδίδουν έναντι των δημοσιονομικών στόχων, με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν αυξημένα στο μέλλον. Αυτό πιθανότατα θα διευκολύνει μια περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, ο οποίος προβλέπεται από την ελληνική κυβέρνηση να πέσει κάτω από το 140% έως το 2027.
Η σταθερή προοπτική αντανακλά την άποψη της DBRS ότι οι κίνδυνοι για την ελληνική αξιολόγηση είναι ισορροπημένοι.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας BBB στηρίζονται σε ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής χάρη στην ένταξη στην ΕΕ και την ευρωζώνη και στην εφαρμογή παλαιότερων θεσμικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνεται να ενισχύονται σημαντικά από τη διακυβέρνηση, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις, που στηρίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, κάτι που, μαζί με υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της ΕΕ, θα μπορούσε να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να τονώσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τους ομολόγους της στη ζώνη του ευρώ.
Από το 2021, η Ελλάδα ξεπερνά τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί κατά 2,2% το 2024 (σ.σ. σήμερα ανακοινώθηκε ότι η αύξηση είναι 2,3%) ενώ θα αυξηθεί κατά 2,3% το 2025, σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών.
Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, που αντανακλάται στη ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που αντιμετώπισε η οικονομία από το 2020.
Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Αλλαγές στο ελληνικό rating
Η DBRS θα μπορούσε να αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) περαιτέρω σημαντική μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους που υποστηρίζεται από διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα. ή (2) συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
Η DBRS θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων που θέτει τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε μια διαρκή ανοδική τάση. (2) ανατροπή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. ή (3) σημαντική επιδείνωση της ελληνικής εξωτερικής θέσης.
Περαιτέρω μειώσεις των NPLs μειώνουν τις ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα
Όπως αναφέρει ο οίκος, έχει γίνει σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας και των κεφαλαίων, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν. Οι πρόσφατες κρίσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού κόστους χρηματοδότησης, δεν εμπόδισαν τον συνολικό δείκτη ΝPLs να συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) ήταν στο 3,3% το 3ο τρίμηνο του 2024, σημειώνοντας πτώση πάνω από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή τους το τρίτο τρίμηνο του 2016.
Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του Ηρακλή. Η συγχώνευση της Attica BankΑΤΤ -1,11% με την Παγκρήτια Τράπεζα αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη μείωση του δείκτη NPL του τραπεζικού συστήματος προς τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, περίπου στο 2,0%.
Επιπλέον, οι τράπεζες έχουν καλύτερη κεφαλαιοποίηση, μεγαλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με την υποστήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Στο μέλλον, η DBRS αναμένει βελτίωση της διαφοροποίησης των εσόδων των ελληνικών τραπεζών, αντανακλώντας οργανικές και ανόργανες στρατηγικές δράσεις.
Ένας χαμηλότερος δεσμός μεταξύ του κράτους και των τραπεζών σε συνδυασμό με την ταχύτερη μείωση των στοιχείων αναβαλλόμενου φόρου και τους περιορισμένους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας αποτελούν καλά μηνύματα για την υγεία του τραπεζικού συστήματος.
Το υψηλότερο ενδιαφέρον από ξένους ιδιώτες επενδυτές, χάρη στη βελτίωση της υγείας της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, επέτρεψε στο ΤΧΣ να εκχωρήσει σχεδόν όλο το χαρτοφυλάκιό του από συστημικές τράπεζες.
Επιπλέον, η DBRS προβλέπει ταχύτερη από την αναμενόμενη βελτίωση της ποιότητας κεφαλαίου του τραπεζικού συστήματος με τα στοιχεία αναβαλλόμενου φόρου να μηδενίζονται έως το 2034.
Οι τιμές των ακινήτων έχουν ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση της τελευταίας δεκαετίας, αλλά το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης και τα επιτόκια έχουν επιδεινώσει το πόσο προσιτές είναι οι κατοικίες.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικού δανεισμού ή μόχλευσης και η DBRS θεωρεί περιορισμένους τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Την τελευταία δεκαετία, η αύξηση των δανείων ήταν υποτονική, αλλά πρόσφατα βελτιώνεται, ιδιαίτερα για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Η DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και η κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των NPLs που έχει σημειωθεί, τοποθετούν τις τράπεζες καλά στην περαιτέρω παροχή πιστώσεων σε ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF), η Ελλάδα θα λάβει δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής, έχουν ληφθεί 9,6 δισ. ευρώ από την ΕΕ, αλλά μόνο 3,2 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις.
Οι εκταμιεύσεις δανείων της ΕΕ σε τελικούς πελάτες επιταχύνονται, αλλά θα μπορούσαν να παρασχεθούν ακόμη και μετά το τέλος τoυ προγράμματος το 2026.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα
Μετά την πανδημία του COVD-19 και την ενεργειακή κρίση, οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Μετά την κορύφωση στο 9,8% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα μειώθηκε στο 1,6% το 2023. Οι πιο πρόσφατες κυβερνητικές προβλέψεις κάνουν λόγο για πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ, ελαφρώς υψηλότερο από 2,1% το 2023.
Λόγω της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης και των ισχυρότερων δημοσιονομικών εσόδων, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλά. Η κυβέρνηση δεσμεύεται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο, σε μια πορεία καθαρής αύξησης των δαπανών σύμφωνα με τις συστάσεις της ΕΕ για διατήρηση του δημοσιονομικού ισοζυγίου κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ, αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης σε μια συντηρητική δημοσιονομική στρατηγική.
Στον κρατικό προϋπολογισμό της για το 2025, η Ελλάδα προβλέπει σημαντικές αυξήσεις στις αμυντικές της δαπάνες κυρίως λόγω των παραδόσεων στρατιωτικού εξοπλισμού, με τις τρέχουσες αμυντικές δαπάνες να υπολογίζονται σε περίπου 3% του ΑΕΠ. Η DBRS εκτιμά ότι αποτελεί πρόκληση η διατήρηση πρωτογενούς πλεονάσματος 2,0% του ΑΕΠ ή περισσότερο για παρατεταμένη χρονική περίοδο, αλλά οι ελληνικές αρχές έχουν ισχυρό ιστορικό στην ταχεία αποκατάσταση των δημοσιονομικών λογαριασμών, παρά τις πολλαπλές κρίσεις τα τελευταία χρόνια.
Το 2025, η κυβέρνηση προβλέπει ένα υγιές πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,5%, με την αναμενόμενη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης να αναμένεται να αντισταθμιστεί από τα έσοδα πο θα προκύψουν από τα μέτρα ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης και μείωσης της φοροδιαφυγής.
Τα πρόσφατα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής του συστήματος ηλεκτρονικών βιβλίων myData και της υποχρεωτικής ψηφιακής τιμολόγησης, και η χρήση εργαλείων με τεχνητή νοημοσύνη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) έχουν βελτιώσει τη φορολογική διαφάνεια και τον εντοπισμό μη συμμόρφωσης και πιθανότατα θα συνεχίσουν να οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Τα τελευταία στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα είναι ενθαρρυντικά, υποδεικνύοντας αύξηση της τάξης του 12% για το 2024 σε σύγκριση με το 2023. Στο πλαίσιο αυτό, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να παραμείνει κατά μέσο όρο περίπου στο 2,4% του ΑΕΠ για την περίοδο 2025-2028.
Το χρέος
Ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ, αλλά βρίσκεται σε απότομη καθοδική τροχιά, σημειώνει η DBRS. Η ευνοϊκή δομή και η προληπτική διαχείριση του μετριάζουν τους κινδύνους.
Ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται από τα αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα, τους συγκρατημένους τόκους και την υγιή, αν και επιβραδυνόμενη, ονομαστική ανάπτυξη.
Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 209,4% το 2020 πριν υποχωρήσει στο 154% το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Περαιτέρω μειώσεις είναι πιθανό να σημειωθούν μεσοπρόθεσμα.
Η αναταξινόμηση 12 δισ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ) στο χρέος που σχετίζεται με τους αναβαλλόμενους τόκους των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) δεν άλλαξε την καθοδική τροχιά του λόγου του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, αλλά επηρέασε μέτρια το κόστος τεκμαρτών τόκων της κεντρικής κυβέρνησης που αυξήθηκε σε 1,7% από 1,2%. Η κυβέρνηση περιμένει ότι το χρέος θα μειωθεί στο 149,1% του ΑΕΠ φέτος, υποδηλώνοντας πτώση περίπου 60 ποσοστιαίων μονάδων σε μόλις πέντε χρόνια, μια από τις πιο απότομες μειώσεις στη σύγχρονη εποχή.
Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά τα swaps.
Δεύτερον, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ υψηλή, περίπου στα 19 έτη και περίπου το 74% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που το καθιστά λιγότερο επιρρεπές στην αστάθεια της αγοράς.
Τέλος, ο Ελληνικός Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κατάφερε να χεντζάρει το χρέος προσωρινά, μετριάζοντας τις επιπτώσεις της αύξησης του κόστους τόκων. Αυτό θα μεταφραστεί σε περιορισμένο κόστος τόκων μεσοπρόθεσμα.
Αυτοί οι παράγοντες αποτελούν καλό οιωνό για την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με την απόδοση 10ετούς διαφοράς έναντι των γερμανικών ομολόγων να κυμαίνεται κατά μέσο όρο σε περίπου 90 μονάδες βάσης τους τελευταίους έξι μήνες.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας επωφελείται επίσης από μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν το βραχυπρόθεσμο χρέος και εξομάλυνσαν το προφίλ εξόφλησης. Από το 2022 ο ΟΔΔΗΧ έχει προπληρώσει πλήρως τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ύψους 2,3 δισ. ευρώ μαζί με μέρος από τα δάνεια GLF συνολικού ύψους 13,3 δισ. ευρώ. Περαιτέρω δάνεια GLF ύψους 5,3 δισ. ευρώ είναι πιθανό να προπληρωθούν φέτος. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση των αναγκών χρηματοδότησης και θα περιορίσει το κόστος χρηματοδότησης.
Τα ισχυρότερα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να τροφοδοτούν σημαντικά αποθέματα μετρητών παρά τις πρόωρες αποπληρωμές, αλλά στο μέλλον το ποσό τους αναμένεται να μειωθεί αντανακλώντας περαιτέρω πρόωρες αποπληρωμές. Στα 36,3 δισεκατομμύρια ευρώ (16% του ΑΕΠ ή περίπου τρία χρόνια ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης) στο τέλος του 2024, αυτά τα αποθεματικά συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως μαξιλάρι ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά.
Παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η Morningstar DBRS σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί σταδιακά με χρέος χρηματοδοτούμενο από την αγορά εκθέτοντας την Ελλάδα σε αυξημένη αστάθεια της αγοράς.
Η Οικονομία συνεχίζει να ξεπερνά τη μέση ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ
Μετά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3% το 2023, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι είχε ανάπτυξη άνω του 2% το 2024 (σ.σ. σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε 2,3%) χάρη στην ισχυρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των εξαγωγών και των επενδύσεων. Αν και με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία πιθανότατα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει τον μέσο όρο της ευρωζώνης φέτος, καθώς η ανάκαμψη υποστηρίζεται από εισροές κεφαλαίων της ΕΕ και χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης, μαζί με την έντονη ιδιωτική κατανάλωση και τον ενισχυμένο τραπεζικό τομέα.
Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται να είναι 2,3% το 2025 και 2% το 2026, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
Η αγορά εργασίας έχει επίσης επιδείξει ανθεκτικότητα, με το ποσοστό ανεργίας να διαμορφώνεται στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024, υποχωρώντας κατά περισσότερες από 19 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή της τον Ιούλιο του 2023, αν και εξακολουθεί να είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Ελλάδα συνεχίζει τις προσπάθειές της για μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, υποστηριζόμενη από μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που περιλαμβάνονται στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας με τις συνολικές εξαγωγές να αυξάνονται στο 44% του ΑΕΠ το 2023 από 22% το 2010.
Τα επίπεδα επενδύσεων έχουν επίσης αρχίσει να βελτιώνονται τα τελευταία χρόνια. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασαν το 15,2% το 2023 από 12,3% το 2020 και αναμένεται να αυξηθούν περισσότερο, με τη στήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης. Η χώρα είναι μεταξύ των κορυφαίων στην ΕΕ σε ότι αφορά τα κεφάλαια που εκταμιεύονται. Έχει ολοκληρώσει το 28% των ορόσημων και των στόχων της και έχει λάβει 8,59 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και 9,62 δισ. ευρώ δανείων, υπερβαίνοντας το 50% του συνολικού κονδυλίου των σχεδόν 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ).
Γεωπολιτικοί κίνδυνοι
Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας εξαρτώνται από γεωπολιτικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των δασμών που ενδέχεται να επηρεάσουν την ανάπτυξη στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Όπως και άλλες μικρές οικονομίες, η Ελλάδα εκτίθεται σε γεωπολιτικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγικές βιομηχανίες της ή να οδηγήσουν σε άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων και να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ είναι πιθανό να έχει κυρίως έμμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα, δεδομένου του μικρού μεριδίου εξαγωγών προς τις ΗΠΑ.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί αργά
Το παρατεταμένο έλλειμμα της Ελλάδας στο ισοζύγιο αγαθών και η αυξημένη αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της χώρας και τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Στο μέλλον, αυτές οι ευπάθειες είναι πιθανό να υποχωρήσουν, αν και οριακά, με το εμπορικό έλλειμμα να μειώνεται σταδιακά, αλλά να παραμένει αυξημένο, ενώ το εξωτερικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται ως αποτέλεσμα των καθαρών αποπληρωμών του δημόσιου χρέους και της ισχυρότερης ονομαστικής ανάπτυξης.
Ωστόσο, η Morningstar DBRS θεωρεί την εξωτερική θέση της Ελλάδας ως πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την εξωτερική της ανταγωνιστικότητα, έχει γίνει πιο ανοιχτή οικονομία και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όρους ΑΕΠ έχουν διπλασιαστεί από το 2010.
Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μετά από προσωρινή διεύρυνση το 2022 πάνω από το 10,2% του ΑΕΠ, μειώθηκε σε περίπου 6,2% το 2023 και υπολογίζεται σε αντίστοιχο ποσοστό το 2024.
Μεσοπρόθεσμα το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε να συνεχίσει να μειώνεται, με το ΔΝΤ να προβλέπει ότι θα κινηθεί ελαφρώς πάνω από το 5% του ΑΕΠ το 2025.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Οι πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος των ευρωεκλογών του περασμένου έτους, υποδεικνύουν μικρότερη υποστήριξη για το κυβερνών κόμμα. Ωστόσο, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, υποστηρίζεται από ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο η οποία παρέχει πολιτική σταθερότητα και συνέχεια. Αυτό βοηθά την Ελλάδα να εκπληρώσει τους στόχους και τα ορόσημα του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο να τονώσει την ανθεκτικότητά της και τις οικονομικές της προοπτικές.
Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο Greece 2.0, παραμένει βασική προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης αδυναμιών στο σύστημα δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης και της ενίσχυσης του συστήματος δημόσιας υγείας.
Επιπλέον, η κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης να βελτιώσει το εκπαιδευτικό σύστημα, κάτι που θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει μακροπρόθεσμα οφέλη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις διατηρώντας τις ψηλά στην πολιτική ατζέντα, ωστόσο όσο πλησιάζουν οι επόμενες εκλογές υπάρχει ο κίνδυνος να χάσει τη δυναμική της η πρόοδος.
Χατζηδάκης για αναβάθμιση από DBRS: Ψήφος εμπιστοσύνης, αλλά και μήνυμα για πολιτική σταθερότητα
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η νέα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο DBRS Morningstar αποτελεί μία ακόμα ψήφο εμπιστοσύνης στις οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης. Είναι όμως και υπενθύμιση, ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες, να συνεχιστεί μια συνετή οικονομική πολιτική και να παραμείνει η Ελλάδα μακριά από το λαϊκισμό και την πολιτική αστάθεια.
Η έκθεση του οίκου αξιολόγησης επισημαίνει μεταξύ άλλων την υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, τη μείωση των κόκκινων δανείων κοντά στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την περαιτέρω υποχώρηση του δημοσίου χρέους συνολικά κατά 60 μονάδες του ΑΕΠ σε 5 χρόνια που είναι όπως επισημαίνεται μία από τις μεγαλύτερες στη σύγχρονη εποχή, την ταχύτερη σε σχέση με την ΕΕ ανάπτυξη της οικονομίας. Τονίζει ακόμη την ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος, παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που έχει αντιμετωπίσει η οικονομία από το 2020 και μετά.
Η αναβάθμιση συνεπώς της ελληνικής οικονομίας από την DBRS συνοδεύεται από την καταγραφή μιας σειράς διαρθρωτικών αλλαγών και εθνικών επιτευγμάτων που συνετέλεσαν σε αυτή την τόσο θετική αξιολόγηση. Αποτελεί ωστόσο και μήνυμα, ότι η ανοδική πορεία της οικονομίας δεν είναι αυτονόητη ούτε δεδομένη. Διότι οι θετικές επιδόσεις προϋποθέτουν – εκτός από τη σοβαρότητα στην οικονομική διαχείριση – και πολιτική ωριμότητα και σταθερότητα. Παράγοντες που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη όλοι οι Έλληνες πολίτες, καθώς η πρόοδος των τελευταίων ετών βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συλλογική εθνική μας προσπάθεια και τις πολυετείς θυσίες. Είναι στο χέρι μας να διαφυλάξουμε αυτή την πρόοδο και να ανεβάσουμε την Ελλάδα ακόμα πιο ψηλά».
Παπαθανάσης: Αναγνωρίζει την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας μέσα σε περιβάλλον πολιτικής σταθερότητας
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκος Παπαθανάσης, με αφορμή την ανακοίνωση του οίκου DBRS Morningstar για την ελληνική οικονομία, υπογράμμισε:
«Η ανακοίνωση του καναδικού οίκου αξιολόγησης DBRS Morningstar, με την οποία αναβαθμίζεται περαιτέρω η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας και η χώρα ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι ψηλότερα στην επενδυτική βαθμίδα, αποτελεί μια ακόμη αναγνώριση της προόδου της ελληνικής οικονομίας, ένα ακόμα διεθνές μήνυμα εμπιστοσύνης απέναντι στην αξιόπιστη οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αποκτά δε, μεγαλύτερη σημασία καθώς ταυτίζεται χρονικά με την καταψήφιση της πρότασης δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης από τη Βουλή των Ελλήνων.
Η νέα θετική αξιολόγηση έρχεται σε μια συγκυρία που εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από πολυεπίπεδες αλλαγές και προκλήσεις σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο. Συνοδεύεται από την σημασία που αποδίδεται και από τον συγκεκριμένο πιστοποιημένο οίκο, στα μετρήσιμα αποτελέσματα της δημοσιονομικής στοχοθεσίας και των μεταρρυθμίσεων που υλοποιούνται από το 2019, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, την περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους, την επιτάχυνση της κάλυψης του επενδυτικού κενού, την ενίσχυση των εξαγωγών, την ανάπτυξη της οικονομίας με ρυθμούς κατά πολύ μεγαλύτερους από τον μέσο όρο της Ε.Ε., κυρίως όμως, στη μείωση της ανεργίας με τη δημιουργία ακόμα περισσότερων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας για όλες και όλους τους συμπολίτες μας, πρωτίστως τις νέες και τους νέους.
Η έκθεση αυτή, παρά τις θετικές αναφορές και τις προοπτικές που διανοίγει, μόνο εφησυχασμό δεν μας προκαλεί. Με την ψήφο εμπιστοσύνης της Εθνικής Αντιπροσωπείας, συνεχίζουμε, με την ίδια σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα, την προσπάθεια με στόχο την διπλή σύγκλιση τόσο σε επίπεδο εισοδημάτων με την υπόλοιπη Ευρώπη, όσο και σε επίπεδο ισόρροπης ανάπτυξης στο σύνολο των Περιφερειών της χώρας».
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ:
- Επιστολή Ευρωβουλευτών σε Μητσοτάκη για το ρόλο Ελλήνων εφοπλιστών στη διακίνηση ρώσικου πετρελαίου
- Κάλπες για δήμους, βαρόμετρο για τα κόμματα, στο Ηνωμένο Βασίλειο
- ΕΥΔΑΠ: Σε αναμονή για τις αναπροσαρμογές στα τιμολόγια και για τον διαγωνισμό για τους νέους υδρομετρητές
- Οι πρώτες αντιδράσεις μετά τη συμφωνία των ΗΠΑ για τα ορυκτά της Ουκρανίας
- Ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων γιόρτασε τα 100 χρόνια του κλάδου
- Την Παρασκευή 2/5 η κλήρωση για τα Πειραματικά σχολεία
- Υπέγραψαν ΗΠΑ και Ουκρανία για τα ορυκτά
- Πρωτομαγιά: Σε απεργιακό κλοιό η χώρα, πως θα κινηθούν τα Μέσα Μεταφοράς
Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις