Δια Χειρός

Θεσμός Ενόρκων: Μια οχλοκρατική εκτροπή ή μια αναγκαία έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας;

Financialreport.gr

των Μηνά-Κοσμά Καλογερομήτρου και Βασίλειου Σιούφα*

Ο θεσμός των ενόρκων στις ποινικές δίκες, ο οποίος στην περίπτωση της χώρας μας βρίσκει εφαρμογή στα ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και του βιασμού, είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, καθότι η ενσωμάτωσή του στο δικαιϊκό μας σύστημα παρουσιάζει ελαττώματα και πλημμέλειες, εγείροντας σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και την εμπιστοσύνη που αυτή εμπνέει στους πολίτες. Ως η πλέον βασική μορφή συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, ο θεσμός έχει ιστορικά διαμορφώσει μία ιδιότυπη σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνία και τη δικαστική εξουσία, προάγοντας την αρχή της λαϊκής συμμετοχής και ελέγχου, κατά τρόπο που αναδεικνύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Ωστόσο, η αξιολόγηση του θεσμού αυτού υπό το πρίσμα της σύγχρονης νομικής και πολιτικής πραγματικότητας αποκαλύπτει αδυναμίες και προκλήσεις που ενδέχεται να δικαιολογούν την περαιτέρω επανεξέτασή του. Ένα από τα βασικότερα ζητήματα που τίθενται είναι η εμπιστοσύνη στην αντικειμενικότητα και την αμεροληψία των ενόρκων, καθώς το σύστημα αυτό βασίζεται στην ιδέα ότι η κρίση των πολιτών είναι ικανή να διακρίνει την αλήθεια και να αποδώσει δίκαιη κρίση, χωρίς να επηρεάζεται από εξωτερικές επιρροές ή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Επίσης, φαντάζει παράδοξο το γεγονός ότι οι ένορκοι στο ελληνικό δικονομικό σύστημα δεν συγκροτούν έναν καθολικά εφαρμόσιμο θεσμό, αλλά κρίνονται να αποφασίσουν για αδικήματα που επισείουν την ύψιστη απαξία. Όπως διερωτάται ευλόγως ο νομικός Σάκης Κεχαγιόγλου, εκ εκ των διαπρεπέστερων ποινικολόγων των τελευταίων 50 έτων, «οι τακτικοί δικαστές είναι ικανοί να δικάζουν όλα τα υπόλοιπα αδικήματα του ποινικού κώδικα
και δεν τους εμπιστευόμεθα στα προαναφέρθεντα εγκλήματα;» Και αντίστοιχα, οι ένορκοι είναι ικανοί να κρίνουν στις πλέον σοβαρές υποθέσεις, αλλά ακατάλληλοι για τις υπόλοιπες;
Σύμφωνα με τον κ. Κεχαγιόγλου «οι αποφάσεις που αποτελούν ορόσημο για τα δικαστικά χρονικά της χώρας είναι ορθές όταν οι δικαστές αγνοούν επικοινωνιακές και πολιτικές σκοπιμότητες και δικάζουν με μοναδικό κριτήριο το υλικό της δικογραφίας.»
Μόνο έτσι το αποτέλεσμα της δίκης δύναται να ευθυγραμμιστεί με την αλήθεια, καθώς και με την θεμελιακή αρχή του κράτους δικαίου, η οποία αποτελεί, πιθανώς, το σημαντικότερο επίτευγμα της πολιτικής νεωτερικότητας.
Οι ένορκοι, ως άτομα που προέρχονται από το κοινωνικό σύνολο, υφίστανται ενίοτε την επίδραση δημοφιλών ή συγκυριακών απόψεων, κοινωνικών στερεοτύπων, πολιτικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων, οι οποίες μπορούν να διαμορφώσουν την κρίση τους και, τελικά, να καθορίσουν την έκβαση της δίκης.
Το κοινωνικό κλίμα, η δημαγωγία και οι πιέσεις που ασκούνται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συχνά δημιουργούν μία στρεβλή εικόνα που πλήττει την αντικειμενικότητα των κρίσεων του μέσου ανθρώπου, με αποτέλεσμα η απόφαση να μην καθίσταται αποκλειστικά προϊόν της νομικής κρίσης, αλλά και μιας κοινωνικής δυναμικής, η οποία ενδεχομένως να μην ανταποκρίνεται στην ουσία της δικαιοσύνης. Όσοι προτίθενται να αμφισβητήσουν την πίεση που δύναται να ασκήσει η κοινωνική πλειοψηφία, ή ακόμα και ισχυρές μειοψηφίες προς ορισμένη κατεύθυνση, οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι το τεκμήριο αθωότητος κατηγορουμένων σε υποθέσεις που απασχόλησαν επί μακρόν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και τον τύπο έχει καταπατηθεί, δημιουργώντας συνθήκες αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Από νομική σκοπιά, η δυνατότητα των ενόρκων να επηρεάζονται από εξωδικαστικούς παράγοντες εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία του θεσμού. Η ανάγκη για μια δίκη που να βασίζεται στην αντικειμενική και αμερόληπτη απονομή της δικαιοσύνης καθίσταται επιτακτική, ιδίως σε περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων όπου η ανθρώπινη κρίση μπορεί να διαμορφωθεί από κοινωνικές προκαταλήψεις ή προσωπικές πεποιθήσεις και όπου οι δυσμενείς επιπτώσεις μίας εσφαλμένης αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών είναι εξαιρετικά επαχθείς.
Πολιτικά, η συζήτηση περί κατάργησης του θεσμού των ενόρκων συνάδει με την επιδίωξη μιας πιο τεχνοκρατικής και ελεγχόμενης δικαστικής διαδικασίας, όπου η εμπειρογνωμοσύνη και η νομική επάρκεια των τακτικών δικαστών θεωρούνται ότι διασφαλίζουν μια πιο συνεπή και αντικειμενική κρίση.
Οι επικριτές του θεσμού υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή πολιτών σε τέτοιες κρίσιμες διαδικασίες ενέχει κινδύνους αυθαιρεσίας, άγνοιας ή ακόμη και επηρεασμένης κρίσης, που ενδέχεται να διαβρώσει την αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος.
Επιπλέον, η νομική και πολιτική σκοπιμότητα ενδεχόμενης κατάργησης του θεσμού αποδίδεται και στην ανάγκη για πιο αποτελεσματικές και διαφανείς διαδικασίες απονομής δικαιοσύνης. Σε μια εποχή όπου η κοινωνική συνοχή και η εμπιστοσύνη στα θεσμικά όργανα βρίσκονται σε κρίση, η απομάκρυνση από ένα θεσμό που βασίζεται σε υπερβολική λαϊκή συμμετοχή ενδεχομένως να συμβάλλει στην ενίσχυση της διαφάνειας και της
αξιοπιστίας του δικαστικού συστήματος.
Συνοψίζοντας, η πρόθεση κατάργησης του θεσμού των ενόρκων εδράζεται σε μια κριτική ανάλυση της αποτελεσματικότητας, της αξιοπιστίας και της κοινωνικής αποδοχής του. Η μείωση της επιρροής των περιφερειακών κοινωνικών παραγόντων στην απονομή της δικαιοσύνης, η ενίσχυση της νομικής και τεχνοκρατικής επάρκειας των δικαστών και η διασφάλιση μιας ουσιαστικά δίκαιης και αντικειμενικής διαδικασίας αποτελούν κεντρικούς
άξονες της πολιτικής και νομικής στρατηγικής που προωθεί την κατάργηση του θεσμού των ενόρκων.
Εν τέλει, η συζήτηση αυτή αντανακλά την ευρύτερη προσπάθεια αναπροσαρμογής του δικαστικού συστήματος στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας, όπου η εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνικής συνοχής και της πολιτικής σταθερότητας.

*Καλογερομήτρος Μηνάς-Κοσμάς (Μίνως) Φοιτητής Νομικής, Βασίλειος Σιούφας φοιτητής Νομικής

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu