Τράπεζες

Ίζαμπελ Σνάμπελ: Η ΕΚΤ δεν χρειάζεται να μειώσει κι άλλο τα επιτόκια

Financialreport.gr

Το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ χαρακτήρισε δαπανηρή την ποσοτική χαλάρωση

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χρειάζεται «σταθερό χέρι» και δεν πρέπει να μειώσει υπερβολικά το κόστος δανεισμού, διότι ο πληθωρισμός ενδέχεται να αυξηθεί στο μέλλον, δήλωσε η Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg.

«Διατηρώντας τα επιτόκια κοντά στα τρέχοντα επίπεδα, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η νομισματική πολιτική δεν εμποδίζει υπερβολικά την ανάπτυξη και την απασχόληση, ούτε τις τονώνει. Βρισκόμαστε, επομένως, σε καλή θέση για να αξιολογήσουμε την πιθανή μελλοντική εξέλιξη της οικονομίας και να λάβουμε μέτρα εάν προκύψουν κίνδυνοι που απειλούν τη σταθερότητα των τιμών», υποστήριξε σε ομιλία της στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ χθες Παρασκευή (9/5).

Μεσοπρόθεσμα, οι κίνδυνοι για τον πληθωρισμό «είναι πιθανό να κλίνουν προς τα πάνω, αντανακλώντας τόσο την αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών όσο και τους κινδύνους νέων σοκ από την αύξηση του κόστους που θα προκληθεί από τους δασμούς και θα μεταδοθεί στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας»,

Η ΕΚΤ έχει μειώσει τα επιτόκια επτά φορές από τον περασμένο Ιούνιο (άλλη μία είναι πολύ πιθανή τον επόμενο μήνα) και οι αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι είναι έτοιμοι να λάβουν περαιτέρω μέτρα, καθώς οι δασμοί του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απειλούν την ανάπτυξη.

Οι επενδυτές υπολογίζουν επί του παρόντος δύο έως τρεις επιπλέον μειώσεις για φέτος, ενώ ορισμένοι οικονομολόγοι, όπως ο Τζάιλς Μόεκ της Axa Group, αναμένουν ακόμη πιο επιθετική χαλάρωση, εκτός εάν οι εμπορικές διαπραγματεύσεις επιλυθούν γρήγορα και έχουν θετική έκβαση.

Ωστόσο, η Σνάμπελ ζήτησε προσοχή στις πρώτες δημόσιες δηλώσεις της μετά τη μείωση των επιτοκίων τον περασμένο Απρίλιο και τις πρώτες πιο αναλυτικές για τη νομισματική πολιτική σε δημόσιο χώρο από τον Φεβρουάριο.

Σύμφωνα με την ίδια στην παρούσα φάση, το υψηλό επίπεδο οικονομικής αβεβαιότητας, σε συνδυασμό με την απότομη πτώση των τιμών της ενέργειας και το ισχυρότερο ευρώ, «πιθανότατα θα επιβραδύνει τον πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα, ενδεχομένως ωθώντας τον κάτω από τον στόχο μας του 2%». Τον Απρίλιο, οι τιμές καταναλωτή «έτρεξαν» με ρυθμό 2,2% στην Ευρωζώνη.

Ωστόσο, η νομισματική πολιτική πρέπει να επικεντρωθεί στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, πρόσθεσε. «Δεδομένων των μακρών και μεταβλητών χρονικών καθυστερήσεων της μετάδοσης (της νομισματικής πολιτικής), η αντίδραση σε βραχυπρόθεσμες εξελίξεις θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα η μέγιστη επίδραση της πολιτικής μας να εκδηλωθεί μόνο όταν οι τρέχουσες αποπληθωριστικές δυνάμεις έχουν περάσει».

Επισήμανε δύο παράγοντες που θα μπορούσαν να έχουν το μέγεθος και τη διάρκεια να απομακρύνουν τη βασική πληθωριστική τάση από τον στόχο της ΕΚΤ: την αύξηση των δημόσιων δαπανών και τον παγκόσμιο κατακερματισμό.

Η δημοσιονομική πολιτική «θα επεκταθεί σε κλίμακα που δεν έχει ξανασυμβεί εκτός περιόδων βαθιάς οικονομικής ύφεσης», ανέφερε, επισημαίνοντας επίσης τα σχέδια της νέας γερμανικής κυβέρνησης. «Συνολικά, η δημοσιονομική ώθηση είναι πιθανό να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον υποκείμενο πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα».

Όσον αφορά τον κατακερματισμό και ιδίως τους δασμούς των ΗΠΑ, παραδέχτηκε ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις, καθώς οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη.

«Συνολικά, ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι ότι μια διαρκής και σημαντική αύξηση των δασμών θα ενισχύσει την ανοδική πίεση στον υποκείμενο πληθωρισμό που προκύπτει από την αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών μεσοπρόθεσμα», ανέφερε.

Επίσης, δήλωσε ότι η ζήτηση στην Ευρωζώνη ενδέχεται να επιδείξει αντοχές και η εκτροπή του εμπορίου μπορεί να ωφελήσει τις εξαγωγές της.

«Εάν οι απαγορευτικοί δασμοί στις εισαγωγές από την Κίνα παραμείνουν σε ισχύ, θα αυξήσουν αισθητά την ανταγωνιστικότητα των τιμών της ευρωζώνης στην αγορά των ΗΠΑ», τόνισε.

Σε μια σειρά ερωτήσεων και απαντήσεων μετά την ομιλία της, η Σνάμπελ υποστήριξε ότι πιστεύει ότι η αγορά περιουσιακών στοιχείων ως εργαλείο νομισματικής πολιτικής -γνωστή ως ποσοτική χαλάρωση- ήταν λιγότερο αποτελεσματική από ό,τι είχαν αρχικά προβλέψει οι κεντρικές τράπεζες.

«Οι αγορές ήταν πιο δαπανηρές από ό,τι είχαμε υπολογίσει, γεγονός που με οδηγεί, προσωπικά, στο συμπέρασμα ότι το όριο για την ποσοτική χαλάρωση στο μέλλον θα πρέπει να είναι υψηλότερο», δήλωσε.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu